σιταροχώραφο

σιταροχώραφο
και σταροχώραφο, το, Ν
χωράφι κατάλληλο για την καλλιέργεια σιταριού, σιταγρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + χωράφι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιτώνας — ο / σιτών, ῶνος, ΝΜΑ 1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταροχώραφο («σιτῶνες, ἀμπελῶνες», Πλούτ.) 2. αποθήκη σίτου, σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] …   Dictionary of Greek

  • σταροχώραφο — το, Ν βλ. σιταροχώραφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”